- αυτορήτωρ
- αὐτορήτωρ, ο (Μ)αυτός που έγινε μόνος του ρήτορας, που παριστάνει τον ρήτορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτορήτορα — αὐτορήτωρ a self made orator masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)